- ασχημογυναίκα
- η , ασχημογύναικο τό некрасивая женщина, урод; уродка (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καρακάξα — η 1. το πουλί κίσσα 2. μτφ. (για γυναίκες) η άσχημη και γλωσσού, ασχημογυναίκα, στρίγγλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < καρα * + κίσσα. Η ετυμολ. όμως αυτή παρουσιάζει σοβαρά φωνητικά προβλήματα. Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ … Dictionary of Greek
φακλάνα — η, Ν·1. σωματώδης και φιλήδονη γυναίκα 2. ασχημογυναίκα … Dictionary of Greek
φακλάνα — η ασχημογυναίκα, στρίγκλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)