ασχημογυναίκα

ασχημογυναίκα
η , ασχημογύναικο τό некрасивая женщина, урод; уродка (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ασχημογυναίκα" в других словарях:

  • καρακάξα — η 1. το πουλί κίσσα 2. μτφ. (για γυναίκες) η άσχημη και γλωσσού, ασχημογυναίκα, στρίγγλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < καρα * + κίσσα. Η ετυμολ. όμως αυτή παρουσιάζει σοβαρά φωνητικά προβλήματα. Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ …   Dictionary of Greek

  • φακλάνα — η, Ν·1. σωματώδης και φιλήδονη γυναίκα 2. ασχημογυναίκα …   Dictionary of Greek

  • φακλάνα — η ασχημογυναίκα, στρίγκλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»